Ήταν ένας δεξιοτέχνης της γραφής που ασχολήθηκε με κάθε μορφή γραπτού λόγου, που ανάστησε μια ολόκληρη εποχή πάνω στην κοινωνική της μεταστροφή, που άφησε αξέχαστους χαρακτήρες και που η επιτυχία και ο επαγγελματισμός του αποτελούν τα ζητούμενα για κάθε συγγραφέα. Στις 7 Φεβρουαρίου συμπληρώνονται 200 χρόνια από τη γέννησή του. Ο άγγλος συγγραφέας Τσαρλς Ντίκενς κέρδισε λεφτά, αφουγκραζόταν το κοινό του, έδινε ακριβοπληρωμένες ομιλίες, συνήθειες σημερινές ενός pop idol - του πρώτου ίσως που εμφανίστηκε ποτέ.
Ο Τσαρλς Ντίκενς γεννήθηκε στο Πόρτσμουθ της Αγγλίας στις 7
Φεβρουαρίου του 1812. Ο πατέρας, δημόσιος υπάλληλος του Ναυτικού (ο Μικόμπερ
στον «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ»), έβαζε τον μικρό Τσαρλς πάνω στο τραπέζι να
τραγουδάει και να λέει ιστορίες για να διασκεδάζουν οι άλλοι υπάλληλοι στο
γραφείο του. Μεγαλώνοντας ο μικρός αναγκάστηκε να δουλέψει σκληρά σε ένα
εργοστάσιο βερνικιών για να ξεπληρώσει τα χρέη του πατέρα όταν εκείνος βρέθηκε
στη φυλακή. Γι' αυτό και καθυστέρησε να τελειώσει το σχολείο του. Η ταραχώδης
ζωή του Ντίκενς αποτέλεσε το βασικό μυθοπλαστικό υλικό των έργων του, ειδικά
στον «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ».
Από έφηβος ήδη ο Τσαρλς έγραφε συνειδητά και ακατάπαυστα.
Στα δεκάξι του δούλεψε ως δημοσιογράφος καλύπτοντας δίκες, στα είκοσι ήταν
πολιτικός συντάκτης και με το όνομα Μποζ άρχισε να δημοσιεύει στα «Χρονικά»
κείμενα εμπνευσμένα από την καθημερινή ζωή του Λονδίνου. Το 1836, δημοσιεύει σε
συνέχειες το πρώτο του βιβλίου, «Τα χαρτιά του Πίκγουικ», και αρχίζει να βγάζει
αρκετά χρήματα ώστε να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο γράψιμο. Ανάμεσα στο 1838 και
το 1839 έγραψε τον «Ολιβερ Τουίστ» και τον «Νίκολας Νίκλεμπι».
Πληθωρικός χαρακτήρας, είχε τον αυθορμητισμό ενός παιδιού
και τις αδυναμίες ενός μεγάλου. Οταν πέθανε το 1870, θάφτηκε με τιμές στο
Αβαείο του Γουέστμινστερ όπου χαράχτηκε η επιγραφή: «Αγαπούσε τους φτωχούς,
τους πονεμένους και τους καταπιεσμένους με τον θάνατό του, χάθηκε από τον κόσμο
ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Αγγλίας».
Το 1836 ο Ντίκενς παντρεύτηκε, σε ηλικία 24 ετών, την Κάθριν
Χόγκαρθ στο Τσέλσι, που ήταν τότε ένα χωριό νότια του Λονδίνου. Την ίδια χρονιά
άρχισε να γράφει για τέσσερις εκδότες, και να πλουτίζει. Πόση διαφορά με τρία
χρόνια πριν, όταν δούλευε για το περιοδικό «The Monthly» χωρίς να πληρώνεται...
Ετσι, παρά τα δύσκολα οικονομικά χρόνια που είχαν προηγηθεί, δεν θα ήταν ποτέ
ξανά φτωχός, αν και κάποιες στιγμές διακινδύνεψε γιατί αρκετοί άνθρωποι
εξαρτιόνταν από αυτόν. Εβγαζε λεφτά από παντού ώσπου να πεθάνει, οι δημόσιες
αναγνώσεις του ήταν πανάκριβες, ενώ η δεύτερη αμερικανική περιοδεία του τού πρόσθεσε
20.000 λίρες που, όπως υπολογίζει η βιογράφος, άξιζαν 1,4 εκατομμύρια με
σημερινή αξία. Όταν έπαιρνε μια προκαταβολή 6.000 λιρών αντιστοιχούσε σε
420.000 λίρες Αγγλίας σημερινές.
Έπινε πάρα πολύ, αν
και όχι σε επίπεδο αλκοολισμού, και κουβαλούσε ως συγγραφέας έναν μύθο που
έφθανε σε ανεκδοτολογικά επίπεδα. Ήθελε να κάνει πολλά μαζί και ασταμάτητα.
Χαρισματικός, γοητευτικός, αλτρουιστής, περίπλοκος, ακούραστος. Ποιος άλλος θα
έγραφε ταυτόχρονα δύο μυθιστορήματα;
Παράλληλα με τον γάμο του διατηρούσε σχέση με τη νεαρή
ηθοποιό Νέλι Τέρμαν. Εκείνος ήταν 45 ετών και αυτή μόλις 18 όταν την
ερωτεύτηκε. Χρόνια απογοητευμένος από τον γάμο του, ο Ντίκενς, ο οποίος είχε
δέκα παιδιά, χώρισε την Κάθριν ταπεινώνοντάς την με τον χειρότερο τρόπο. Την
έβρισκε χοντρή και βαρετή. Πρώτα έβαλε εργάτες να χωρίσουν την κρεβατοκάμαρά
τους και αργότερα σχεδόν την έδιωξε από το σπίτι ισχυριζόμενος ότι ακόμη και τα
παιδιά τη βαριόνταν. Μάλιστα, τον χωρισμό του τον ανάγγειλε στο περιοδικό
«Household Words» που ο ίδιος εξέδιδε. Και όταν έκαψε τα γράμματα με την Κάθριν
στην αυλή του σπιτιού του, έπεσε με τα μούτρα στις «Μεγάλες προσδοκίες».
Συνέχισε να έχει σχέση με τη Νέλι, την οποία σπίτωνε κάθε
φορά σε διαφορετικά σπίτια στα περίχωρα του Λονδίνου και όλο αυτό με μεγάλη
μυστικότητα. Μάλλον προέκυψε και ένα βρέφος που δεν πρόλαβε να ζήσει. Σε μια
βικτωριανή Αγγλία ένα τέτοιο μυστικό τού δημιουργούσε τρομερό άγχος, αφού ήταν
διεθνώς αναγνωρισμένος συγγραφέας. Καθώς όμως πλησίαζε τα 50 είχε αρχίσει να
καταρρέει και υπέφερε από πολλές σωματικές αρρώστιες. Την κατάστασή του
επιβάρυναν όχι μόνον το κάπνισμα, αλλά και οι αδιάκοπες δημόσιες περιοδείες. Ήταν
τόσο αδύνατος που μερικές φορές χρειαζόταν βοήθεια για να ανεβεί στη σκηνή.
Αν αυτό επέσπευσε τον θάνατό του, σίγουρα φούσκωσε και τους
λογαριασμούς του. «Σκέψου», έλεγε στον μάνατζέρ του, «190 λίρες τη βραδιά»
(14.000 λίρες σημερινές). Πέθανε όμως στα 58 του αφήνοντας μισοτελειωμένο το
μυθιστόρημα «Το μυστήριο του Εντουιν Ντρουντ».
Πηγή: Τα Νέα