Τρίτη 27 Μαρτίου 2012
111 θαυμάσιες ιστορίες από όλο τον κόσμο
Χρήστος Μαγγούτας, 111 θαυμάσιες ιστορίες από όλο τον κόσμο, Η σοφία των λαών, εκδόσεις Φαντασία
Το πιο όμορφο βιβλίο που έχω διαβάσει εδώ και καιρό! Το διάλεξε και μου το έφερε η Παναγιώτα Χρυσοβαλάντω από την παιδική δανειστική βιβλιοθήκη και ξετρελάθηκα τόσο, που το αγόρασα αμέσως!
111 θαυμάσιες ιστορίες από το Ισραήλ, την Ινδία, την Ουγγαρία, τη Ρωσία, την Υεμένη, την Αγγλία, τις ΗΠΑ, το Μεξικό, την Ισπανία, την Ελλάδα, την Παλαιστίνη, την Ιταλία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, τη Φινλανδία, την Αιθιοπία, την Ταϋλάνδη, την Τουρκία, την Μογγολία, την Ολλανδία και πολλές ακόμα χώρες.
Είναι η πρώτη φορά που από μία συλλογή παραμυθιών-ιστοριών δυσκολεύομαι να διαλέξω κάποιες ως αγαπημένες μου. Είναι τόσο καλές όλες! Όλες έχουν κάτι να πουν...
Ένα δείγμα από τις ιστορίες του υπέροχου αυτού βιβλίου εδώ:
Η ΜΑΓΙΚΗ ΣΠΗΛΙΑ
Κάποτε, σε μια μικρή καλύβα στους πρόποδες ενός βουνού, ζούσε μια νεαρή μητέρα με το μικρό της γιο, που τον αγαπούσε πάρα πολύ. Το δάσος αυτό ήταν φημισμένο για τα βατόμουρά του, μεγάλα, κόκκινα και ζουμερά, και η μητέρα και το μωρό δεν έχαναν ευκαιρία να το επισκέπτονται όταν τα φρούτα ήταν ώριμα και να γεύονται τη νοστιμιά τους.
Έτσι έκαναν κι εκείνη τη μέρα του μεσοκαλόκαιρου που για τους λαούς του Βορρά θεωρείται μαγική.
Σκαρφάλωσαν στην πλαγιά του βουνού και έπεσαν πάνω στα μεγαλύτερα και πιο ζουμερά βατόμουρα που είχαν συναντήσει ποτέ. Η μητέρα έκοβε προσεκτικά τους καρπούς, για να μην αγκυλωθεί ο γιος της από τα αγκάθια, και του τα έδινε για να τα φάει, γελώντας και οι δυο τους, καθώς είχαν πασαλειφτεί από κόκκινους χυμούς.
Ξαφνικά, μέσα στο πυκνό δάσος, όπου είχαν χωθεί χωρίς να το καταλάβουν, είδαν το άνοιγμα μιας σπηλιάς. Στο βάθος της λαμποκοπούσαν σωροί χρυσάφι, ενώ στην είσοδο κάθονταν και το φύλαγαν τρεις νεαρές κοπέλες.
«Έλα, νεαρή κυρία», είπε μία από αυτές. «Είναι μεσοκαλόκαιρο, η γη έχει ανοίξει τους θησαυρούς της και μπορείς να πάρεις όσα μπορέσεις να σηκώσεις από τα πολύτιμα αντικείμενα της σπηλιάς».
Η φτωχή γυναίκα, κρατώντας το μωρό στην αγκαλιά της, μπήκε με λαχτάρα στη σπηλιά. Άρπαξε κι έριξε μερικές φούχτες χρυσάφι στην ποδιά της. Το άγγιγμα του χρυσαφιού την έκανε κάτι που δεν ήταν ποτέ στη ζωή της: φιλάργυρη. Άφησε κάτω το παιδί της και γέμισε όσο μπορούσε την ποδιά της με χρυσάφι, ασήμι και διαμάντια και έπειτα, αγκομαχώντας από το βάρος τους, βγήκε από τη σπηλιά.
Την ίδια στιγμή η πόρτα της σπηλιάς έκλεισε απότομα και με κρότο, κλείνοντας το παιδί της μέσα, ενώ ταυτόχρονα ακούστηκε η φωνή μιας από τις κοπέλες μέσα από τη σπηλιά:
«Δύστυχη μητέρα! Από τη φιλαργυρία σου έχασες το παιδί σου. Δε θα μπορέσεις να το ξαναπάρεις παρά το ερχόμενο μεσοκαλόκαιρο, ένα χρόνο από τώρα».
Η κακόμοιρη γυναίκα τότε μόνο συνειδητοποίησε τι είχε κάνει. Πέταξε το χρυσάφι που είχε στην ποδιά της κι άρχισε να χτυπάει την πόρτα με τις γροθιές της, παρακαλώντας να της ανοίξουν. Μάταια όμως: η πόρτα της σπηλιάς παρέμενε ασυγκίνητα και παγερά κλειστή στα χτυπήματα, στις φωνές και στα δάκρυά της.
Κλαίγοντας, η μητέρα πήγε στην καλύβα της και από τότε κάθε μέρα ανέβαινε στη σπηλιά, αλλά η πόρτα ήταν πάντα κλειστή. Αυτό γινόταν για βδομάδες και για μήνες. Πέρασε το καλοκαίρι, το φθινόπωρο, ο χειμώνας, η άνοιξη, μπήκε το καλοκαίρι και ξανάρθε η Γιορτή του Μεσοκαλόκαιρου.
Τη μέρα αυτή η μητέρα βρέθηκε πρωί πρωί στον τόπο της σπηλιάς και με έκπληξη της είδε ότι η σπηλιά ήταν ανοιχτή, μεγάλοι σωροί χρυσάφι λαμποκοπούσαν στο πάτωμά της, οι τρεις κοπέλες περίμεναν στη θέση τους και κοντά τους το μικρό της αγοράκι μασουλούσε ένα βατόμουρο.
«Έλα, νεαρή κυρία», είπε μια από αυτές. «Είναι μεσοκαλόκαιρο, η γη είχε ανοίξει τους θησαυρούς της και μπορείς να πάρεις όσα μπορέσεις να σηκώσεις από τα πολύτιμα αντικείμενα της σπηλιάς».
Η γυναίκα όρμησε στη σπηλιά, ξέχασε το χρυσάφι, το ασήμι και τα μαργαριτάρια, άρπαξε στην αγκαλιά της το πιο ακριβό απ΄ όλα, το μωρό της, κι άρχισε να το καταφιλά. Ύστερα, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στους θησαυρούς, γύρισε και βγήκε από τη σπηλιά κρατώντας το μωρό της.
«Μπορείς να πάρεις όσο χρυσάφι θέλεις», της υπενθύμισε μια από τις κοπέλες.
«Δε θέλω τίποτ΄ άλλο, όταν έχω το μωρό μου», είπε αυτή. «Μόνο που χρειάστηκα ένα τόσο σκληρό μάθημα για να το καταλάβω».
Ιστορία από την Ισλανδία
ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΤΗΣ ΛΙΕΝΑΣ
Μαμά, υπάρχουν αληθινοί άγγελοι;», ρώτησε η Λιένα.
«Δεν ξέρω, μωρό μου. Ίσως ναι, αλλά μάλλον δε μοιάζουν όπως τους δείχνει αυτό το βιβλίο», είπε η μαμά δείχνοντας το βιβλίο που ξεφύλλιζε η τετράχρονη Λιένα.
«Εγώ θα πάω να ψάξω για να δω αν υπάρχουν και πώς είναι», είπε με παιδικό πείσμα η μικρή.
«Δεν είναι άσχημη ιδέα. Τι θα λεγες να ρθω κι εγώ μαζί σου, μωρό μου;»
«Δεν είμαι μωρό πια! Κοίτα πόσο ψηλή είμαι!»
«Έχεις δίκιο, αλλά είναι τόσο ωραία μέρα που θα θελα κι εγώ να κάνω μια βόλτα…»
Ξεκίνησαν λοιπόν μαζί, το κοριτσάκι τρέχοντας και πηδώντας, κι η μαμά σέρνοντας το κουτσό της πόδι.
Ξαφνικά, βλέπουν να έρχεται μια άμαξα που την οδηγούσε μια πεντάμορφη κοπέλα, με ξανθά μαλλιά και διαμάντια και κοσμήματα στο λαιμό και στα μπράτσα.
«Είσαι άγγελος;», τη ρώτησε η Λιένα όταν πλησίασε.
Η κοπέλα δεν απάντησε, αλλά κοίταξε λοξά και παγωμένα το παιδί. Ύστερα έδωσε μια στα γκέμια του αλόγου και αυτό τινάχτηκε μπροστά σαν αστραπή, γεμίζοντας με σκόνη την κακόμοιρη τη Λιένα. Η μαμά της την πήρε στην αγκαλιά της και της καθάρισε τα χείλη, το πρόσωπο και τα ρούχα από τη σκόνη.
«Δεν ήταν άγγελος», είπε η Λιένα.
«Μάλλον όχι», συμφώνησε η μητέρα.
Συνέχισαν το δρόμο τους, το κορίτσι πηδώντας και τρέχοντας και η μητέρα σέρνοντας το κουτσό πόδι της.
Στη στροφή του δρόμου αντάμωσαν μια όμορφη κοπέλα ντυμένη στα ολόλευκα. Τα μάτια της ήταν φωτεινά σαν αστέρια και το πρόσωπό της λευκό σαν το χιόνι.
Η Λιένα έτρεξε και την αγκάλιασε.
«Εσύ είσαι πραγματικά άγγελος», της είπε. «Τώρα είμαι σίγουρη».
«Παλιόπαιδο!», έκανε αυτή θυμωμένη. «Μου λέρωσες το ολόλευκο φόρεμά μου! Πως θα συναντήσω τώρα τον πρίγκιπα;»
Πραγματικά εκείνη τη στιγμή φάνηκε από μακριά ένας πρίγκιπας καβάλα στο άσπρο άλογό του. Η κοπέλα έσπρωξε βίαια τη μικρή από την αγκαλιά της, χωρίς καν να της περνά από το μυαλό πόσο πιο ελκυστική θα ήταν στα μάτια του νέου με ένα παιδί στην αγκαλιά.
Η Λιένα βρέθηκε για άλλη μία φορά χάμω, με σκόνη στα χείλη, στο πρόσωπο και στο φόρεμά της. Έβαλε τα κλάματα. Η μητέρα της την πήρε αγκαλιά και της σκούπισε τα ρούχα και τα δακρυσμένα μάτια.
«Ούτε αυτή ήταν άγγελος!», έβγαλε το συμπέρασμα.
«Μάλλον όχι», ξανάπε η μητέρα. «Ας βαδίσουμε όμως ακόμα λίγο. Μπορεί να βρούμε κάπου έναν πραγματικό άγγελο».
«Όχι, μαμά. Νιώθω τόσο κουρασμένη! Πώς θα γυρίσω με τα πόδια στο σπίτι μας;»
«Γιατί νομίζεις ότι ήρθα μαζί σου; Θα σε πάω εγώ αγκαλιά!»
Με το κοριτσάκι σφιχτά στην αγκαλιά της η μητέρα πήρε το δρόμο της επιστροφής, τραγουδώντας του με χαμηλή φωνή τα αγαπημένα του τραγούδια.
Ξαφνικά η Λιένα σήκωσε το κεφαλάκι της από τον ώμο της μάνας της και την κοίταξε στα μάτια:
«Μανούλα, μήπως είσαι εσύ ο άγγελος;»
«Τι σκέψη κι αυτή, Λιενούλα! Που ακούστηκε άγγελος με ντρίλινο φουστάνι;», απάντησε η μητέρα γελώντας καλόκαρδα.
Ένα παραμύθι από τη Ρωσία
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Θα το πάρω!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ!!
όμορφοοο:)σκεφτομαι να το πιάσω:)))
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι δύο αυτές ιστορίες από το βιβλίο είναι πολύ όμορφες. Θα το πάρω για τις κόρες μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό που έψαχνα! να σαι καλά!
ΑπάντησηΔιαγραφή:))
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπειδή και λόγω σπουδών και λόγω υπερβολικής αγάπης για το συγκεκριμένο είδος λόγου, αλλά και επειδή από τώρα προσπαθώ να ετοιμάσω μια βιβλιοθήκη για τα κορίτσια μου, ψάχνω συνεχώς βιβλία με παραμύθια και ιστορίες. Έχω ήδη συγκεντρώσει αρκετά. Σε καθένα απ΄ αυτά πάντα βρίσκω μια, δυο ή περισσότερες ιστορίες που μ΄ αρέσουν. Στην Σοφία των λαών όμως είναι και οι 111 θαυμάσιες!! Συγχαρητήρια στον κύριο Μαγγούτα, που τις συγκέντρωσε, επέλεξε τις καλύτερες, τις προσάρμοσε και τις διασκεύασε, ώστε να δώσει στον αναγνώστη κάτι τόσο τέλειο :))
Πραγματικά αξίζει όχι μόνο να το δανειστείτε, αλλά και να το αγοράσετε!
Σας ευχαριστώ όλες. Είναι ένα βιβλίο που έγραψα με αγάπη για την κόρη μου και για όλους τους νέους και νέες. Και όχι δεν είχα ποτέ ένα ευρώ κέρδος :) Η αγάπη που πληρώνεται δεν είναι αγάπη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧρήστος Μαγγούτας
Chris@Mangoutas.com