Τι συμβαίνει όταν ένας ποιητής παίρνει το όπλο του (τους
στίχους και τη φαντασία του) και βγαίνει στους δρόμους της πόλης προκειμένου να
συγκεντρώσει υλικό για την παθολογία της χώρας; Μπορεί η ποίηση στις ημέρες
μας, που δυσκολεύουν κάθε τόσο και περισσότερο, να επιστρέψει σε κάποιο είδος
στράτευσης, να απομακρυνθεί από τον στενό χώρο του εργαστηρίου της και να
αντικρίσει ξανά τον κόσμο σε σφαιρική μορφή;
Με τις δύο καινούργιες ποιητικές συλλογές του, που
κυκλοφόρησαν σχετικά πρόσφατα, ο Νάνος Βαλαωρίτης μοιάζει να δίνει μια σαφή
απάντηση: η ποίηση όχι μόνο μπορεί, αλλά και οφείλει σε εποχές όπως η σημερινή
να αναλογίζεται τις ευθύνες της και να αναλαμβάνει δράση. Φυσικά, ο ποιητής δεν
γίνεται να καταλήξει στην μπροσούρα ούτε στην εύκολη καταγγελία: έχει ως
καλλιτέχνης τον τρόπο να επεξεργαστεί τις εικόνες του και να μιλήσει για όσα
βλέπει να συμβαίνουν τριγύρω του με τη γλώσσα της υποβολής, της μεταφοράς και
του υπαινιγμού, αλλά και της ειρωνείας, του χλευασμού ή της μαύρης κωμωδίας.
Και στα δύο βιβλία του, Ουρανός χρώμα βανίλιας, εκδόσεις
Άγκυρα, σελ. 108, και Χρίσματα, εκδόσεις Κοινωνία των [δε]κάτων, σελ. 119), ο
Βαλαωρίτης εξοργίζεται με το τέλμα στο οποίο έχει περιπέσει ο νεοελληνικός
βίος. Πυρπολώντας τα δάση της, εξαπατώντας τους ανθρώπους της με ένα χρήμα το
οποίο δεν τους ανήκε και αποθαρρύνοντας κάθε δημιουργική πρωτοβουλία, η Ελλάδα
έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της όλα τα προηγούμενα χρόνια για να φτάσει
στην κρίση και να οδηγηθεί στο χείλος της καταστροφής. Ο Βαλαωρίτης δεν έχει να
προτείνει λύσεις, δείχνει, όμως, με τα ποιήματά του πόσο βαρύ είναι το τίμημα
που καλούμαστε να πληρώσουμε για τον χρόνιο ατομικισμό μας.
Διαλέγοντας τη σύντομη, τετράστιχη στροφή και καταφεύγοντας
κατά τόπους στην ομοιοκαταληξία, ο Βαλαωρίτης αποβάλλει ευθύς εξαρχής το
οποιοδήποτε διδακτικό ύφος, βάζει πριν απ' όλους στο στόχαστρο τον εαυτό του
και κατορθώνει να εικονογραφήσει τον σκοτεινό αθηναϊκό του περίγυρο χωρίς να
γίνει δηλητηριώδης και χωρίς να χάσει το κέφι του. Μήνυμα αισιοδοξίας από έναν
ποιητή ο οποίος έχει το σθένος και την παρρησία να γράφει:
«Δεν είμαι από αυτούς
που τους θάβουν εύκολα
έστω ακόμα κι εν ζωή όπου
πολλοί άθαφτοι κυκλοφορούν
στους δρόμους και στα σπίτια.
Από αυτό το άκρον άωτον
του ποιητικού μας λόγου εξέχει
από μνήμα πρόσφατο ρηχό
ένα χέρι που κρατάει ένα μολύβι
κι από νεκρούς και ζωντανούς
εξίσου το μισθό του διεκδικεί».
Πηγή: Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων
Μάνα,
ΑπάντησηΔιαγραφήπολύ καλός ο Βαλαωρίτης.
Δίκαιο έχει όσον αφορά το καθήκον της ποίησης να ανθίσει σε τέτοιες εποχές. Στο μέλλον θα αποτελεί μία από τις κύριες ιστορικές πηγές για την μελέτη της ελληνικής κοινωνικής ψυχοσύνθεσης.
Και από ότι αναφέρεται,οι Έλληνες επιστρέφουν στην ποίηση, πιθανώς το καλύτερο βάλσαμο αυτή την εποχή.
Ευχαριστούμε για την ανάρτηση!