Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά
Συγγραφέας: Αύγουστος Κορτώ
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Πώς είναι να πάσχει κανείς από γιγαντισμό; Πώς μπορεί να
αντιμετωπίσει ένας έφηβος ή ένας πολύ νέος άντρας όχι μόνο το υπέρβαρο σώμα
του, με τον όγκο του οποίου είναι υποχρεωμένος να ζει καθημερινά, αλλά και τις
υπερτροφικές ορέξεις του για φαγητό, γλυκά, αλκοόλ, σεξ και βιβλία; Τι πρέπει
να κάνει ένα τέτοιο παιδί με τον κόσμο του, που δεν χωράει πουθενά, αλλά
ξεχειλίζει, μαζί με ολόκληρη την ύπαρξή του, από ζωή, ακόμα κι αν πέφτει κατά
περιόδους σε παρατεταμένες κρίσεις κατάθλιψης;
Το καινούργιο βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ, που έχει τον
χαρακτηριστικό τίτλο «Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά», είναι ένα ταξίδι στις
οδύνες και τα πάθη του γιγαντισμού χωρίς τον παραμικρό μελοδραματικό τόνο. Ο
συγγραφέας επιστρέφει στην παιδική, την εφηβική και την πρώιμη νεανική του
ηλικία, διακωμωδώντας ανηλεώς τον εαυτό του, τις περιπέτειες του οποίου
επικαλείται προκειμένου να στείλει ένα αισιόδοξο μήνυμα για το πώς να
υπομείνουμε το άτομο και την καθημερινότητά μας σε μια τόσο δύσκολη εποχή. Το
βιβλίο του Κορτώ είναι κάτι σαν μυθιστορηματική αυτοβιογραφία σπασμένη σε πολλά
αλληλοσυνδεόμενα κομμάτια. Και οι είκοσι ιστορίες που φιλοξενούνται στις
σελίδες του εκβάλλουν στην ίδια περιοχή: στον τρόπο με τον οποίο ένας
προβληματικός πιτσιρικάς θα περάσει στην ενηλικίωση, καταπολεμώντας μία προς
μία τις δυσκολίες του.
Ποιος, ωστόσο, μπορεί να είναι αυτός ο τρόπος; Σκοπός του
Κορτώ δεν είναι, ευτυχώς, να προσφέρει ένα εγχειρίδιο επιβίωσης με μαγικές
συνταγές και γυαλιστερές ετικέτες ευτυχίας. Τίποτε δεν έρχεται να πέσει στα
πόδια μας από τον ουρανό και ό,τι κερδίζουμε είναι αποτέλεσμα της θέλησής μας
να παλέψουμε με τα εμπόδιά μας, πηγαίνοντας κόντρα σε μια πραγματικότητα που
οφείλουμε να αποδείξουμε ότι δεν αποτελεί την αναπότρεπτη μοίρα μας.
Τι κάνει προς αυτή την κατεύθυνση ο αυτοβιογραφούμενος ήρωας
του Κορτώ; Μα, τι άλλο από το να εξοικειωθεί με το σαρκοβόρο πνεύμα και το
αδηφάγο κορμί του;
Το μυθιστορηματικό alter ego του Κορτώ θα συνειδητοποιήσει
από πολύ νωρίς πως τη λαιμαργία του (ας μην ξεχνάμε την καταγωγή της: ένα από
τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, με δαίμονά της τον Βελζεβούλ) δεν πρέπει ούτε να
τη φυλακίσει και να την πνίξει, ούτε, όμως, και να την αφήσει αχαλίνωτη και να
την αποθεώσει. Αν δοκιμάσει το πρώτο, η λαιμαργία θα του επιτεθεί από την πίσω
πόρτα και θα τον καταπλακώσει. Αν, πάλι, προσπαθήσει το δεύτερο, θα τη βρει
μπροστά του και θα τον καταβροχθίσει. Το καλύτερο είναι να μην της κάνει καμία
από τις δύο χάρες και να αποπειραθεί έναν αιφνιδιαστικό ελιγμό: να την
περιγελάσει και να την απομυθοποιήσει.
Έτσι, ο μοναχικός και φοβισμένος νεαρός, που θα γίνει
σιγά-σιγά απελευθερωμένος άντρας, θα τα αλλάξει όλα, χωρίς να σπεύσει εξ αυτού
να υπονομεύσει και την προσωπικότητά του: θα ρίξει πολλά κιλά, αλλά δεν θα
πάψει να επιδίδεται κατά καιρούς σε όργια βρώσης και πόσης, θα κυνηγήσει παντού
τον έρωτα, αλλά δεν θα χάσει τα αισθήματά του, θα διαβάσει άπειρα βιβλία, αλλά
δεν θα προσκυνήσει κανέναν εγκεφαλικό θεό, θα αφεθεί στα σκοτάδια της ψυχής
του, αλλά δεν θα εγκατασταθεί ποτέ στη μαυρίλα.
Ο συγγραφέας θα περιστείλει παράλληλα τη διάθεσή του για
διακωμώδηση όταν θα εγκαταλείψει το σαρκίο του για να μιλήσει για όσους τον
περιέβαλαν (οι γονείς του) ή τον περιβάλλουν (ο ερωτικός του δεσμός) με αγάπη.
Εδώ θα λειτουργήσουν μόνο το αγαθό χιούμορ και η ανάγκη του
να αποκαταστήσει τη μνήμη του ή να εξανθρωπίσει το παρόν του. Δεν είναι λίγα.