Σελίδες

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Το ξεχασμένο βαλς


Το ξεχασμένο βαλς
Ανν Ένραϊτ
Εκδόσεις Καστανιώτη

Θα κάνω παρουσίαση ενός βιβλίου ξεκινώντας από μια προτροπή. ΜΗΝ ΠΑΤΕ να το αγοράσατε.

Το Ξεχασμένο Βαλς της Αν Ένραϊτ, μας ήρθε με δυνατές κριτικές. Κατά τη γνώμη μου δεν τις αξίζει.

Είναι η ιστορία της Τζίνα που είναι παντρεμένη με τον Κόνορ, αλλά σε κάποια φάση συναντά τον επίσης παντρεμένο Σον, που έχει μια κόρη την Έβι και τα φτιάχνουν.

Θα μπορούσε να είναι μια ωραία ιστορία πόθου. Θα μπορούσε να γίνει σοφτ πορνό call me 50 shades of grey. Θα μπορούσε να βγάζει έντονα  συναισθήματα και προβληματισμούς. Θα μπορούσε να έχει σασπένς.

Ε, λοιπόν δεν έχει τίποτα από αυτά. Περνούν οι σελίδες και να η Τζίνα να λέει πόσο τον θέλει και τον γουστάρει και είναι ερωτευμένη μαζί του. Καμία τύψη για τον Κόνορ ή για την οικογένεια του Σον. 

Η Ανν Ένραϊτ, που τιμήθηκε με το βραβείο Μπούκερ για το προηγούμενο μυθιστόρημά της Η συγκέντρωση, διηγείται με ανενδοίαστη αμεσότητα και σαρκαστικό, υπόγειο χιούμορ μια ιστορία σύγχρονης συζυγικής απιστίας, αφήνοντας στην άκρη τις ηθικές παραμέτρους. Στόχος της να φέρει τον αναγνώστη κατευθείαν στον πυρήνα μιας αναντίρρητης αλήθειας: ότι ο έρωτας μπορεί να είναι το ωραιότερο θαύμα στη ζωή ενός ανθρώπου και, παράλληλα, ικανός να γκρεμίσει τα πάντα στο διάβα του.

Αυτό από το εξώφυλλο του βιβλίου. Εγώ πάντως ούτε χιούμορ βρήκα, ούτε με έφερε μπροστά σε μια αναντίρρητη αλήθεια, ούτε τα έχασα μπροστά στον έρωτά τους. Αντίθετα, γύριζα σελίδες να τελειώνουμε με το μαρτύριο.

Και δεν με νοιάζει το ότι και οι δυο ήταν παντρεμένοι, στο κάτω κάτω βιβλίο είναι όχι οι κολλητοί μου για να με νοιάζει τι κάνουν στο κρεβάτι τους, αν και τώρα που το σκέφτομαι ούτε για τους κολλητούς θα έπρεπε να με νοιάζει, αλλά το ενδιαφέρον είναι λόγο φιλίας, όχι λόγω μοιχείας. Θέλω να πω δεν είναι αυτό που με ξένισε. Με ξένισε το γεγονός ότι είναι τόσο άχαρο και τόσο ανιαρό βιβλίο. Σύγκρινε επίσης με την ιστορία μοιχεία της Άννα Καρένινα με τον Βρόνσκι. Από τη γη ως το φεγγάρι η διαφορά.

Γίνεται να διαβάζεις για ένα μεγάλο έρωτα και να χασμουριέσαι; Ούτε συναισθήματα μου έβγαλε, ούτε προβληματισμούς, ούτε τίποτε. Ερωτεύτηκε, απάτησε τον άντρα της, η νέα σχέση με τον γκόμενο, η κόρη του που θέλει εξηγήσεις. Στο ίδιο ύφος σαν να έλεγε πήγα στη λαϊκή αγορά και αγόρασα παντζάρια. Σου κάνει κέφι να διαβάσεις για παντζάρια; Όχι. Ούτε κέφι να διαβάσεις για τούτη την ερωτική ιστορία σου κάνει.

Παραθέτω το κομμάτι όπου η Τζίνα περιγράφει τις στιγμές, λίγο προτού γνωρίσει τον Σον. Όποιος χασμουρηθεί να ρίξει το φταίξιμο στην Ενραϊτ, όχι σε μένα. 

Τώρα χρειάζομαι πραγματικά ένα τσιγάρο. Τα παιδιά της Φιόνα δεν είχαν αντικρίσει ποτέ τσιγάρο στη ζωή τους, έτσι μου είπε – η Μέγκαν, λέει, ξέσπασε σε λυγμούς όταν ένας ηλεκτρολόγος έβγαλε κι άναψε ένα μες στο σπίτι. Ξεκρεμάω την τσάντα μου από την πλάτη της καρέκλας, διασχίζω την ανοιχτή τζαμαρία, περνάω μπροστά απ’ τον Σέι, που μου προτείνει μια μπουκιά κρέας, προσπερνάω γυαλισμένα απ’ τη βροχή παιδικά τρίκυκλα κι εύθυμους κατοίκους του προαστίου και κατηφορίζω ως εκεί που ορθώνεται η μικρή μελία, δεμένη στον τετράγωνο πάσσαλό της, και ο κήπος μεταμορφώνεται σε βουνοπλαγιά. Υπάρχει εδώ ένα καλυβάκι για τα παιδιά, κατασκευασμένο από καφέ πλαστικό, λιγάκι απωθητικό στην όψη, είν’ η αλήθεια – τα δοκάρια δείχνουν τόσο ψεύτικα που θα μπορούσαν να είναι φτιαγμένα από σοκολάτα ή από κανένα καουτσουκένιο φτηνο-υλικό. Κρύβομαι πίσω από μια τραβέρσα και είμαι τόσο απασχολημένη με το να μην μοιάζει αυτό που κάνω με παράπτωμα –ακουμπάω στο φράχτη ισιώνοντας τη φούστα μου, ενώ ψαχουλεύω βιαστικά μες στην τσάντα για το πακέτο– ώστε δεν τον βλέπω μέχρι που ανάβω, οπότε η πρώτη στιγμή θέασης του Σον (σε αυτήν εδώ την ιστορία για τον Σον, που διηγούμαι η ίδια στον εαυτό μου) σημειώνεται πάνω στο πρώτο μου φύσημα προς τα έξω: το περίγραμμα της φιγούρας του κόντρα στη θέα, θαμπωμένο από τον καπνό ενός πολυπόθητου Μάρλμπορο Λάιτ.

Ο Σον.

Είναι, για μια στιγμή, απόλυτα ο εαυτός του. Ετοιμάζεται να στραφεί, μα αυτό δεν το ξέρει ακόμα. Θα γυρίσει και θα με δει που τον βλέπω, κι ύστερα απ’ αυτό τίποτε άλλο δεν πρόκειται να συμβεί, για αρκετά χρόνια. Δεν προκύπτει κανένας λόγος ώστε να συμβεί.
Έχω την αίσθηση της νύχτας. Το φως είναι εκπληκτικό αλλά αταίριαστο – σαν να χρειάζεται να περιστρέψω νοερά όλο τον πλανήτη για να βρεθώ σ’ αυτό τον κήπο, σε αυτό το συγκεκριμένο σημείο του απογεύματος και σε αυτό τον άντρα, που είναι ο ξένος δίπλα στον οποίο κοιμάμαι τώρα.

Εμφανίζεται μια γυναίκα και του μιλάει χαμηλόφωνα. Εκείνος την ακούει πάνω απ’ τον ώμο του κι ύστερα στρίβει λίγο περισσότερο το κεφάλι για να κοιτάξει ένα κοριτσάκι που ξεμένει πίσω τους.

«Ω, για όνομα του Θεού, Έβι», λέει. Και αναστενάζει – επειδή δεν είναι το ίδιο το παιδί εκείνο που του προκαλεί την ενόχληση μα κάτι άλλο: κάτι μεγαλύτερο και πολύ πιο θλιμμένο.

Η γυναίκα πηγαίνει πάλι πίσω για να τρίψει τη γλίτσα από το πρόσωπο της Έβι μ’ ένα χαρτομάντιλο, που διαλύεται πάνω στο κολλώδες δέρμα του παιδιού. Ο Σον παρακολουθεί για μερικά δευτερόλεπτα. Και μετά βλέπει εμένα.

Κάτι τέτοια πράγματα συμβαίνουν όλη την ώρα. Το βλέμμα σου διασταυρώνεται με το βλέμμα ενός αγνώστου για μια παρατεταμένη στιγμή, κι έπειτα το αποστρέφεις.

Είχα μόλις γυρίσει από διακοπές – μια βδομάδα με την αδελφή του Κόνορ στο Σίντνεϊ και μετά βόρεια, σ’ εκείνο το απίστευτο μέρος όπου μάθαμε να κάνουμε καταδύσεις. Όπου επίσης μάθαμε, απ’ ό,τι θυμάμαι, πώς να κάνουμε έρωτα νηφάλιοι – απλό τέχνασμα αλλά καλό, ήταν σαν να αφαιρείς από πάνω σου ένα περιττό δέρμα. Ίσως γι’ αυτό μπόρεσα να αντιγυρίσω τη ματιά του Σον. Είχα μόλις επιστρέψει από την άλλη μεριά του κόσμου. Ήμουν, για τα δικά μου πρότυπα, στις ομορφιές μου. Ήμουν ερωτευμένη –κανονικά ερωτευμένη– μ’ έναν άντρα που σύντομα θα αποφάσιζα να παντρευτώ, οπότε, όταν με κοίταξε εκείνος, δεν ένιωσα φόβο.

Ίσως θα έπρεπε να είχα νιώσει.

Γιατί είναι εκπληκτικό το πόσα πολλά προσέλαβα με εκείνη την πρώτη ματιά: πόσα πολλά –τώρα που αναδρομικά το σκέφτομαι– θα έπρεπε, κανονικά, να τα περιμένω. Βρίσκονταν όλα εκεί: η σπίθα του ενδιαφέροντος που ξύπνησε μέσα μου ο Σον, η όλη ιστορία με την Έβι. Το θυμάμαι αυτό ολοκάθαρα, όπως θυμάμαι επίσης την ευπρεπισμένη και άκαμπτη ευγένεια της γυναίκας του. Εκείνη την κατάλαβα με τη μία, και τίποτε απ’ όσα έκανε αργότερα δεν με βρήκε απροετοίμαστη, ούτε ανέτρεψε την αρχική εντύπωσή μου. Η Αϊλίν, η γυναίκα που δεν άλλαζε ποτέ το στιλ των μαλλιών της, που ήταν τότε και θα παραμείνει πάντοτε «μέγεθος μικρό». Αν μπορούσα να τη χαιρετήσω τώρα, από αυτήν εδώ τη γέφυρα του παρελθόντος, σίγουρα θα μου έριχνε το ίδιο λίγο πολύ βλέμμα που μου έριξε και τότε. Επειδή κι εκείνη με κατάλαβε. Κατευθείαν. Και, παρόλο που ήταν τόσο χαμογελαστή και καθωσπρέπει, εγώ διέκρινα την εσωτερική της ένταση.

5 σχόλια:

  1. ενύσταξα. Οκ έπεισες με δεν θα το διαβάσω :-Ρ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. κι εγω πειστηκα! δεν θα το διαβάσω.. εδώ βαρέθηκα και καλά καλά δεν διάβασα όλο το απόσπασμα..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. To βαλς του αποχαιρετισμού είναι του Κούντερα και είναι και βιβλιάρα, μην μπερδεύεστε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Τόσο με εκνεύρισε το βιβλίο που ούτε τον τίτλο δεν αξιώθηκα να μάθω. Kueen σε ευχαριστώ για την επισήμανση, το διόρθωσα.

    και θα πω ότι ναι το βαλς του αποχαιρετισμού είναι όντως βιβλιάρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή